πελεγρίνος

πελεγρίνος
και πελλεγρῑνος, ὁ, Μ
1. ο ξένος, ο προσκυνητής
2. ο σταυροφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pellegrino].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πελλεγρίνος — ὁ, Μ βλ. πελεγρῑνος …   Dictionary of Greek

  • προσκυνητής — ο θηλ. ήτρια 1. αυτός που προσκυνάει, που λατρεύει: ...Και γκαρδιακά να σκύβει, προσκυνητής, ερωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης (Παλαμάς). 2. πιστός που πηγαίνει σε ιερό προσκύνημα, αλλ. πελεγρίνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”